-
1 неприкосновенность
неприкосновенность ж το απαραβίαστο· дипломатическая \неприкосновенность η διπλωματική ασυλία; депутатская '- η βουλευτική ασυλία* * *жτο απαραβίαστοдипломати́ческая неприкоснове́нность — η διπλωματική ασυλία
депута́тская неприкоснове́нность — η βουλευτική ασυλία
-
2 неприкосновенность
-и θ.το απαραβίαστο ασυλία•неприкосновенность жилища το απαραβίαστο της κατοικίας•
дипломатическая неприкосновенность διπλωματική ασυλία.
-
3 неприкосновенность
неприкосновенн||остьж τό ἀπαραβία-στο[ν]:\неприкосновенность личности τό ἀπαραβίαστον τής προσωπικότητος· дипломатическая \неприкосновенность ἡ διπλωματική ἀσυλία. -
4 неприкосновенность
η ασυλίαдипломатическая - διπλωματική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неприкосновенность
См. также в других словарях:
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek